- ανεξαρτητοποιώ
- -ποίησα, -ποιήθηκα, -ποιημένος, κάνω κάποιον ανεξάρτητο, αυτοτελή: Χρόνια αγωνίστηκαν για να ανεξαρτητοποιήσουν τη χώρα τους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανεξαρτητοποιώ — κάνω κάποιον ή κάτι ανεξάρτητο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανεξάρτητος + ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στο ημερολόγιο Μη χάνεσαι] … Dictionary of Greek
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
ανεξάρτητος — Τίτλος διαφόρων εφημερίδων. 1. Εβδομαδιαία, που εκδιδόταν στην Αθήνα από τον Π.Κ. Παντελή από το 1842 έως το 1855 και το 1857 58. Η εφημερίδα αυτή υποστήριξε την κυβέρνηση Ι. Κωλέττη και ήταν υπέρ της παραχώρησης συντάγματος. 2. Ημερήσια, που… … Dictionary of Greek